μετασκευή

μετασκευή
μετασκευή
alteration
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετασκευή — η (Α μετασκευή) το αποτέλεσμα τού μετασκευάζω, αλλαγή κατασκευής, μεταποίηση, μεταμόρφωση, μετασχηματισμός νεοελλ. ναυτ. μετατροπή πετρελαιοφόρου σε μεγαλύτερο πλοίο στερεού φορτίου και, γενικότερα, οποιαδήποτε μετατροπή πλοίου για χρήση… …   Dictionary of Greek

  • μετασκευαῖς — μετασκευή alteration fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασκευήν — μετασκευή alteration fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασκευαστικός — ή, ό (Α μετασκευαστικός, ή, όν) [μετασκευαστής] αυτός που είναι αρμόδιος ή επιτήδειος στο να μετασκευάζει ή αυτός που επιφέρει μετασκευή …   Dictionary of Greek

  • μετασκεύασις — μετασκεύασις, ἡ (Μ) [μετασκευάζω] η μετασκευή …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • μεταποίηση — η μετασχηματισμός, μετασκευή: Έκανα μεταποίηση σ’ ένα παλιό φόρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετασκευάς — μετασκευά̱ς , μετασκευή alteration fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετασκευῆς — μετασκευάζω put into another dress fut ind act 2nd sg (doric) μετασκευάζω put into another dress fut ind act 2nd sg (doric) μετασκευή alteration fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”